- εκτροπίαση
- [-ις (-εως)] η помутнение, прокисание вина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτροπίαση — η η ασθένεια τού κρασιού που προκαλείται από χημικά αίτια, κατά την οποία χάνει το άρωμα και τη διαύγειά του, θολώνει και η γεύση του γίνεται ξινή … Dictionary of Greek
εκτροπίας — ο (AM ἐκτροπίας) κρασί που έχει υποστεί εκτροπίαση, που έχει αρχίσει να ξινίζει, να χαλάει, χαλασμένο κρασί («εκτροπίας οίνος») … Dictionary of Greek